- Καρλομάγνος ή Κάρολος ο Μέγας
- (Charlemagne, 742 – Άαχεν 814). Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (800-814) και βασιλιάς των Φράγκων (768-814). Στέφθηκε βασιλιάς μετά τον θάνατο του πατέρα του, Πεπίνου του Βραχύ, μοιράστηκε τον θρόνο μαζί με τον αδελφό του Καρλομάνο από το 768 έως το 770 και από το 770 έως το 814 βασίλευσε μόνος· το 774 έγινε βασιλιάς των Λογγοβάρδων. Ο Κ. παντρεύτηκε αρχικά τη Δεζιδεράτη, κόρη του βασιλιά των Λογγοβάρδων –με την οποία αργότερα χώρισε– και ύστερα απέκτησε διαδοχικά άλλες τρεις συζύγους: τη Χιλδεγάρδη, τη Φαστράδα και τη Λιουτγάρδη. Από τους γιους του, ο Κάρολος είχε τον τίτλο του βασιλιά της Αυστρασίας, ο Πεπίνος έφερε τον τίτλο του βασιλιά της Ιταλίας (πέθαναν και οι δύο πριν από τον πατέρα τους) και ο Λουδοβίκος, ο επιλεγόμενος Ευσεβής, κληρονόμησε όλες τις πατρικές κτήσεις. Ο Κ. διεύρυνε το βασίλειο των Φράγκων ξεπερνώντας τον Ρήνο, τις Άλπεις και τα Πυρηναία και δημιούργησε μια πρώτη ισχυρή μορφή ευρωπαϊκής ενότητας: την αυτοκρατορία εκείνη, την οποία η Καθολική Εκκλησία αναγνώρισε ως Αγία και Ρωμαϊκή και οι σύγχρονοί του χαιρέτισαν ως αναβίωση της αρχαίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρόκειται για μία από τις πιο σημαντικές φυσιογνωμίες του Μεσαίωνα, τόσο για την ιστορική σημασία των κατορθωμάτων του όσο και για την επιβλητική δύναμη της προσωπικότητάς του, την οποία είχε ήδη περιβάλει ο θρύλος ενώ βρισκόταν ακόμα εν ζωή. Για την Ευρώπη του Μεσαίωνα, ο Κ. αποτελούσε το πρότυπο του χριστιανού βασιλιά και ηγεμόνα.
Οι κατακτητικές επιχειρήσεις του Κ., που ανταποκρίνονταν σε ένα σχέδιο επέκτασης του βασιλείου και ταυτόχρονα διάδοσης του καθολικισμού, συνοψίζονται ως εξής: κατάκτηση της Ιταλίας με τον πόλεμο εναντίον των Λογγοβάρδων (774), την οποία ακολούθησε έντονη προσπάθεια ειρήνευσης και αναδιοργάνωσης της χώρας· κατάκτηση της Σαξονίας (772-785), που ολοκληρώθηκε με την παράδοση και τη μεταστροφή του Σάξονα ήρωα Βίντεκιντ και συνοδεύτηκε από μια καρποφόρα προσπάθεια εκπολιτισμού της περιοχής μεταξύ Ρήνου και Έλβα, η οποία εισήγαγε για πρώτη φορά τη Γερμανία στον δυτικό χριστιανορωμαϊκό κόσμο· κατάκτηση της Βαυαρίας (782-787), η οποία ολοκληρώθηκε με την παράδοση του Τάσιλου· επιχειρήσεις εναντίον των μουσουλμάνων στην Ισπανία (κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του 778 η οπισθοφυλακή του Κ., με αρχηγό τον Ρολάνδο, αποδεκατίστηκε από τους Βάσκους στο Ρονσιβάλ) και στο Λανγκεντόκ (793)· τέλος, πραγματοποίησε επιχειρήσεις εναντίον των Αβάρων (μεταξύ Δούναβη και Τισία, 791-796), εναντίον των Σλάβων (μεταξύ Δούναβη και Βιστούλα, 798-801) και εναντίον των Δανών (810). Προκειμένου να οργανώσει την άμυνά του εναντίον των Αβάρων, των Σλάβων και των Δανών, ο Κ. προέβλεψε τη δημιουργία φρουρίων, τα οποία αργότερα –κυρίως στη Γερμανία και στη Γαλλία– εξελίχθηκαν σε σημαντικές πόλεις (Χάλε, Μαγδεμβούργο κ.ά.).
Η εδαφική επέκταση του βασιλείου των Φράγκων με το έργο του Κ. βρισκόταν σε πλήρη ανάπτυξη, όταν στέφθηκε Ρωμαίος αυτοκράτορας από τον πάπα Λέοντα Γ’ στη Ρώμη, τη νύχτα των Χριστουγέννων του 800. Αυτή η πράξη του πάπα καθαγίαζε τη δράση του Κ. υπέρ της Ρωμαϊκής Εκκλησίας (δράση που είχε ήδη αρχίσει με τους προκατόχους του, Πεπίνο και Κάρολο Μαρτέλο) και θεμελιωνόταν νομικά με τη θεωρία της μεταβίβασης της Αυτοκρατορίας που ίσχυε τότε, σύμφωνα με την οποία η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία –η οποία πριν από περίπου πέντε αιώνες είχε μεταφερθεί από τον Κωνσταντίνο στην Ανατολή με «προσταγή της θείας πρόνοιας»– μεταφερόταν πάλι στη Δύση, πάντοτε με «προσταγή της θείας πρόνοιας». Εξάλλου, όταν ο Κ. στέφθηκε στη Ρώμη αυτοκράτορας, ο θρόνος του Βυζαντίου ήταν κενός.
Ο Κ. διέθετε οργανωτικές ικανότητες και πέτυχε ώστε η Αυλή του Ακυισγράνου (σημερινού Άαχεν) να γίνει το κέντρο του φεουδαρχικού διοικητικού μηχανισμού της αυτοκρατορίας. Στο Palatium, έδρα της κεντρικής διοίκησης, υπήρχαν έξι ανώτατοι αξιωματούχοι, άμεσα εξαρτημένοι από τον αυτοκράτορα και με σαφώς προσδιορισμένες αρμοδιότητες. Το έδαφος της αυτοκρατορίας ήταν χωρισμένο σε κομητείες και μαρκιονίες (κομητείες των συνόρων), οι οποίες είχαν ανατεθεί σε μεγάλους φεουδάρχες, που είχαν δεσμευτεί με αυστηρούς όρκους πίστης και ελέγχονταν με περιοδικές επιθεωρήσεις ειδικών απεσταλμένων (missi dominici) –συχνά κληρικών– του αυτοκράτορα οι οποίοι συχνά οργάνωναν δημόσιες δίκες εν ονόματι του τελευταίου. Το νομοθετικό έργο του Κ. αντιπροσωπεύεται από μια σειρά νόμων (capitolari) που ρύθμιζαν όλα τα οικονομικά, πολιτικά, πολιτιστικά ακόμα και εκκλησιαστικά ζητήματα. Από τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις του Κ., αξιόλογη είναι η νομισματική (καθιέρωσε ως νομισματική μονάδα την αργυρή λίρα, βάρους 490 γρ., που αντιστοιχούσε σε 12 ουγκιές). Παρότι δεν είχε λάβει συστηματική μόρφωση, ο Κ. υπήρξε ενθουσιώδης υποστηρικτής της παιδείας και στον τομέα αυτόν είχε ως κυριότερο σύμβουλό του τον Σάξονα μοναχό Αλκουίνο. Στο περιβάλλον του αναδείχθηκαν σημαντικοί διανοούμενοι (εκτός από τον Αλκουίνο, ο Παύλος ο Διάκονος, ο Πέτρος ο Πίζης, ο Παυλίνος ο Ακυληίας κ.ά.). Με την ενθάρρυνσή του ιδρύθηκαν επισκοπικές και μοναστηριακές σχολές, καθώς και η παλατινή σχολή που βρισκόταν υπό την άμεση επίβλεψη του αυτοκράτορα, η οποία χρησίμευσε ως πρότυπο σε πολλές σχολές που ιδρύθηκαν αργότερα στην Ευρώπη. Και στο πεδίο της τέχνης επίσης (βλ. λ. Καρολίγγειοι) οι πρωτοβουλίες του Κ. βοήθησαν στη λεγόμενη καρολιγγειανή αναγέννηση, η οποία χαρακτηρίζεται από την εισαγωγή και την αφομοίωση (στη Γαλλία και στη Γερμανία) βυζαντινών μορφών που ερμηνεύτηκαν και εξελίχθηκαν με αρκετή ελευθερία.
Η πιο αξιόπιστη βιογραφία του Κ. γράφτηκε από τον σύγχρονό του Εγινάρδο, ο οποίος παρουσίασε μια σαφή εικόνα του ηγεμόνα με ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες από την ιδιωτική του ζωή. Οι σύγχρονοι του Κ. είχαν πλήρη επίγνωση των εξαιρετικών ικανοτήτων του ως ανακαινιστή της αυτοκρατορίας και λόγιοι της εποχής (και κυρίως ο Εγινάρδος) τον εξύμνησαν, θεωρώντας τον ισάξιο με τον Αύγουστο. Οι μεταγενέστεροι τον ηρωοποίησαν και τοποθέτησαν τη μορφή του στην περιοχή του θρύλου, με πρώτον από αυτούς τον Ιωνά, επίσκοπο Ορλεάνης, ο οποίος έζησε επίσης τον 9ο αι. και αποκάλεσε τον Κ. Aureus Karolus (Χρυσό Κάρολο). Ακολούθησε μεταξύ 11ου και 14ου αι. ένας κύκλος επικών και μυθιστορηματικών θρύλων, όπως το πεζό έργο του ψευδο-Τουρπίνου, επισκόπου της Ρενς και τα Chansons de geste, σημαντικότερο από τα οποία είναι το Άσμα του Ρολάνδου και το Προσκύνημα του Καρλομάγνου. Από αυτά τροφοδοτήθηκε και διατηρήθηκε η θρυλική μορφή του Κ., η οποία έμεινε αναλλοίωτη σε όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα και σκιαγραφήθηκε ως προσωπικότητα ενός βασιλιά αήττητου στις πολεμικές αναμετρήσεις, γενναιόδωρου προς τους φτωχούς και τους ταπεινούς και τρομερού για τους εχθρούς του και τους καταπιεστές των αδυνάτων.
Ο Καρλομάγνος δέχεται, τα Χριστούγεννα του 800, το στέμμα της Αγίας Ρωμαϊκής αυτορατορίας, από τον πάπα Λέοντα Γ’, σε μικρογραφία από τα «Μεγάλα Χρονικά της Γαλλίας» (Εθνική Βιβλιοθήκη, Παρίσι).
Ο θρόνος του Καρλομάγνου (Μητρόπολη του Άαχεν, Γερμανία).
Dictionary of Greek. 2013.